εἰωθυίᾳ

εἰωθυίᾳ
εἰωθυί̱ᾱͅ , ἔθω
to be accustomed
perf part act fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εἰωθυῖα — ἔθω to be accustomed perf part act fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰωθυῖ' — εἰωθυῖα , ἔθω to be accustomed perf part act fem nom/voc sg εἰωθυῖαι , ἔθω to be accustomed perf part act fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικαγχάστρια — ἐπικαγχάστρια, ἡ (Α) φιλόγελως* (κατά τον Ησύχ.) «ἀντὶ τοῡ εἰωθυῑα γελᾱν, ἢ ἡ γελάστρια» …   Dictionary of Greek

  • επικοκκάστρια — ἐπικοκκάστρια, ἡ (Αρσ. ἐπικοκκαστής) (Α) 1. αυτή που ειρωνεύεται, γελά, εμπαίζει («Ἠχώ, λόγων ἀντῳδός ἐπικοκκάστρια», Αριοτοφ. σχόλ. «εἰωθυῑα γελᾱν») 2. κατά τη γραφή ἐπικοκκύστρια σημαίνει αυτήν που μιμείται κατά κάποιον τρόπο τη φωνή τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”